Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τῷ πόλῳ

См. также в других словарях:

  • πολώ — έω, Α [πόλος] 1. ανοίγω τη γη με άροτρο, αροτριώ, οργώνω 2. περιφέρομαι, περιπλανώμαι 3. συχνάζω 4. μένω, κατοικώ κάπου 5. (κατά τον Ησύχ.) «πολεῑν νέμειν, βόσκειν» …   Dictionary of Greek

  • πολῶ — πολέω go about pres subj act 1st sg (attic epic doric) πολέω go about pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλῳ — Πόλος piuot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλῳ — πόλος piuot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλωι — Πόλῳ , Πόλος piuot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλωι — πόλῳ , πόλος piuot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοξοπολώ — λοξοπολῶ, έω (Α) περιπλανιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + πολῶ (< πόλος), πρβλ. ονειρο πολώ, περι πολώ] …   Dictionary of Greek

  • μυσπολώ — μυσπολῶ, έω (Α) περιφέρομαι ή συμπεριφέρομαι σαν ποντίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός» + πολῶ (< πόλος < πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιερα πολώ, ονειρο πολώ] …   Dictionary of Greek

  • επαναπολώ — ἐπαναπολῶ, έω (Α) 1. αναπολώ εκ νέου, εξετάζω ξανά («καὶ δὶς καὶ τρὶς τό γε καλῶς ἔχον ἐπαναπολεῑν τῷ λόγῷ», Πλάτ.) 2. μέσ. ἐπαναποδίζομαι επανέρχομαι στα ίχνη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα πολώ. Το β συνθετ. πολώ «κυκλοφορώ, αναστρέφω» μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ερημοπολώ — ἐρημοπολῶ, έω (Μ) ζω ως ερημίτης ή παριστάνω τον ερημίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + πολώ (< πέλομαι), πρβλ. ονειρο πολώ] …   Dictionary of Greek

  • ορεωπολώ — ὀρεωπολῶ, έω (Α) περιποιούμαι ημιόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, έως «ημίονος» + πολῶ (< πόλος < πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πολώ. Το θεματικό φωνήεν ω τού τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση τής γεν. ὀρέως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»