-
1 Πόλω
-
2 Πόλῳ
-
3 πολώ
πολέωgo about: pres subj act 1st sg (attic epic doric)πολέωgo about: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
4 πολῶ
πολέωgo about: pres subj act 1st sg (attic epic doric)πολέωgo about: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
5 πόλω
-
6 πόλῳ
-
7 Πόλωι
Πόλῳ, Πόλοςpiuot: masc dat sg -
8 πόλωι
πόλῳ, πόλοςpiuot: masc dat sg -
9 συναναβαίνω
A go up with or together, freq. of going into central Asia, Hdt.7.6, X.An.5.4.16, Isoc.4.146; τινι with one, ib.145, X.An. 1.3.18;τινὶ εἰς Ἱεροσόλυμα Ev.Marc.15.41
;μετά τινος OGI632.2
(Palmyra, ii A.D.);σ. μέχρι Συήνης Str.2.5.12
, cf. 11.5.2; pass upwards also,διὰ τῶν ὀστῶν Gal.2.711
; ascend the sky with,τῷ πόλῳ Vett.Val.8.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναναβαίνω
-
10 χρυσήρης
χρῡσ-ήρης, ες,A furnished or decked with gold, golden, (lyr.); Ἄρκτος στρέφουσ' οὐραῖα χρυσήρη πόλῳ ib. 1154;ναῶν θριγκοί Id.IT 129
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσήρης
См. также в других словарях:
πολώ — έω, Α [πόλος] 1. ανοίγω τη γη με άροτρο, αροτριώ, οργώνω 2. περιφέρομαι, περιπλανώμαι 3. συχνάζω 4. μένω, κατοικώ κάπου 5. (κατά τον Ησύχ.) «πολεῑν νέμειν, βόσκειν» … Dictionary of Greek
πολῶ — πολέω go about pres subj act 1st sg (attic epic doric) πολέω go about pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόλῳ — Πόλος piuot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλῳ — πόλος piuot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόλωι — Πόλῳ , Πόλος piuot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλωι — πόλῳ , πόλος piuot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξοπολώ — λοξοπολῶ, έω (Α) περιπλανιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + πολῶ (< πόλος), πρβλ. ονειρο πολώ, περι πολώ] … Dictionary of Greek
μυσπολώ — μυσπολῶ, έω (Α) περιφέρομαι ή συμπεριφέρομαι σαν ποντίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός» + πολῶ (< πόλος < πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιερα πολώ, ονειρο πολώ] … Dictionary of Greek
επαναπολώ — ἐπαναπολῶ, έω (Α) 1. αναπολώ εκ νέου, εξετάζω ξανά («καὶ δὶς καὶ τρὶς τό γε καλῶς ἔχον ἐπαναπολεῑν τῷ λόγῷ», Πλάτ.) 2. μέσ. ἐπαναποδίζομαι επανέρχομαι στα ίχνη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα πολώ. Το β συνθετ. πολώ «κυκλοφορώ, αναστρέφω» μπορεί να… … Dictionary of Greek
ερημοπολώ — ἐρημοπολῶ, έω (Μ) ζω ως ερημίτης ή παριστάνω τον ερημίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + πολώ (< πέλομαι), πρβλ. ονειρο πολώ] … Dictionary of Greek
ορεωπολώ — ὀρεωπολῶ, έω (Α) περιποιούμαι ημιόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, έως «ημίονος» + πολῶ (< πόλος < πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πολώ. Το θεματικό φωνήεν ω τού τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση τής γεν. ὀρέως] … Dictionary of Greek